κιρρίς

κιρρίς
κιρρίς, ίδος, , a
A sea-fish, = κηρίς, prob. a species of wrasse, Opp. H.1.129, 3.187.
2 species of ἱέραξ, EM515.15.
3 = λύχνος ([dialect] Lacon.), ib.17.
4 = Ἄδωνις (Cypr.), ib.16. (Hsch. has κίρις in senses 2-4.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιρρίς — κιρρίς, ίδος, ἡ (Α) [κιρρός] 1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) είδος γερακιού β) (στους Λάκωνες) λύχνος …   Dictionary of Greek

  • κιρρίς — sea fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρίδα — κιρρίς sea fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρρίδι — κιρρίς sea fish fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίς — κηρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κηρός λόγω τού χρώματος τού ψαριού. Ίσως όμως και να πρόκειται για δ. γρφ. τού κιρρίς*] …   Dictionary of Greek

  • κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”